- λιβελλογράφος
- ο, ηαυτός που γράφει λιβέλλους, δυσφημιστικά και υβριστικά δημοσιεύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβελλος + -γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβελλογραφώ — έω γράφω λιβέλλους, είμαι λιβελλογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Θ. Γ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
λιβελλογραφία — η σύνταξη και δημοσίευση λιβέλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
λιβελλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιβελλογραφία, δυσφημιστικός, εξυβριστικός («λιβελλογραφικό δημοσίευμα»). επίρρ... λιβελλογραφικώς και ά υβριστικά, δυσφημιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… … Dictionary of Greek
Σεβήρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πλατωνικός φιλόσοφος, που έζησε τον 2o αι. μ.Χ. Έγραψε περί ψυχής ακολουθώντας τον πλατωνικό Τίμαιο. Τα πλατωνικά όμως μέρη της ψυχής τα αντικατάστησε με τις αριστοτελικές δυνάμεις της ψυχής. 2. Κάσσιος, Ρωμαίος… … Dictionary of Greek